Ο διαιτητής που σφύριξε για τέλος ημιχρόνου στο 32ο λεπτό

Δεν έχω πάει ποτέ, αλλά φαντάζομαι ότι στη Βρέμη εκεί στα βορειοδυτικά της Γερμανίας δίπλα στον ποταμό Βέζερ, το Νοέμβριο τσιμπάει λίγο το κρύο. Το ίδιο σίγουρα σκέφτηκαν κι οι τρεις τύποι που το μεσημέρι της 8ης Νοεμβρίου του 1975 έτρωγαν παρέα. Ο ένας ήταν λίγο γραφική μορφή, στρουμπουλός, με μαγουλάκια.

Έτρωγε τη χήνα του και καθότι λιπαρή η χήνα και κόκκινο το λάχανο, έπρεπε να ρίξει και λίγο οινόπνευμα για συνοδεία, έτσι ήπιε και κανά δυο μπυρίτσες. Η χήνα συνέχισε να γκρινιάζει στο στομάχι και για να προχωρήσει η χώνεψη, η επόμενη παραγγελία ήταν σφηνάκι λικέρ. Και μετά, ξανά μερικές μπύρες, έτσι για το σβήσιμο.

Αν κάποιος που βρισκόταν εκεί, ήταν λίγη ώρα μετά ένας από τους 21.000 θεατές στο στάδιο Βέζερ, θα έβλεπε τον τροφαντό τύπο με το όνομα Βολφ-Ντίτερ Άλενφέλντερ (ελέγχομαι για την προφορά), με την μαύρη στολή του διαιτητή να διαγράφει την κοιλίτσα του, να σφυρίζει την έναρξη του Βέρντερ-Ανόβερο. Μετά από 32 λεπτά ενός άκρως βαρετού αγώνα ο Βολφ-Ντίτερ αποφάσισε για κάποιον μαγικό λόγο να σφυρίξει το ημίχρονο. Οι παίκτες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, κάποιος ίσως να είπε “αν περνάς καλά, περνάει γρήγορα η ώρα”, αλλά ο Χόετγκες (είπαμε, προφορά) της Βέρντερ κατευθύνθηκε στον ρέφερι που είχε φτάσει ήδη στην σήραγγα των αποδυτηρίων.

Ο διαιτητής κοίταξε τη φανέλα, κοίταξε τον βοηθό του που έκανε σαν μανιακός νοήματα και του έδειχνε το ρολόι του γηπέδου, κατάλαβε ότι ένιωθε λίγο μπερδεμένος και αποφάσισε να δώσει συνέχεια στο παιχνίδι, επιστρέφοντας πίσω. Τελικά το διέκοψε ξανά στο 43:30 σφυρίζοντας το ημίχρονο. Κανείς δεν του είπε κάτι, αλλά όλοι κατάλαβαν ότι δεν ήταν και στα καλά του. Το Β’ ημίχρονο κύλησε ομαλά, ο κόραξ δεν έδειξε κάποιο άλλο πρόβλημα και έκανε μια καλή διαιτησία, σφυρίζοντας κανονικά το τέλος του αγώνα, αφού μάλλον είχε ξενερώσει πλέον.

Μετά το φαγοπότι και τα ποτά που είχαν προηγηθεί, ο διαιτητής και οι επόπτες του λέγεται ότι δεν μπορούσαν καν να βρουν τα αποδυτήρια. Για να σώσουν την κατάσταση και το σκάνδαλο, οι άνθρωποι της Βέρντερ δήλωσαν ότι ο διαιτητής ήταν πολύ άρρωστος και του έδωσαν ένα σιρόπι για το βήχα που είχε αλκοόλ. Ο πρόεδρος της Βέρντερ θυμάται ότι το καμαράκι των διαιτητών βρωμούσε οινόπνευμα και άλειψαν τον ρεφερί με “βικς” για να μην μυρίζει στους παίκτες, ενώ του έδωσαν και στοματικό διάλυμα για να μην ζέχνει η ανάσα του. Η αλήθεια πάντως αποκαλύφθηκε και η Ομοσπονδία τελικά τιμώρησε τον σουρωμένο Άλενφέλντερ (που σφύριζε το τρίτο του μόλις παιχνίδι) για κάποιες αγωνιστικές. Η απολογητική του τακτική ήταν κάτι που θα μας βρει όλους σύμφωνους. “Είμαστε άντρες και δεν πίνουμε Φάντα” είχε δηλώσει.

Στη Βρέμη στα εστιατόρια από τότε, αν παραγγείλεις ένα Άλενφέλντερ θα σου φέρουν μια μπύρα και ένα σφηνάκι σαν αυτό που έπινε ο Βολφ-Ντίτερ (τουλάχιστον έτσι λέει ο αστικός μύθος, είπαμε δεν έχω πάει στην πόλη). Η διαιτητική του καριέρα πάντως δεν πήρε την κατιούσα. Μέσα στα επόμενα 13 χρόνια διαιτήτευσε συνολικά 106 παιχνίδια της Μπουντεσλίγκα και άλλα 77 της Β΄ εθνικής και μάλιστα τη σεζόν 1983-84 βγήκε ο καλύτερος διαιτητής στη Γερμανία. Σε όλα αυτά τα ματς μόλις τέσσερις φορές έβγαλε κόκκινη. Το στιλ του όμως ήταν πάντα αυτό, ενός μπον βιβέρ χαβαλετζή που κατάφερνε να είναι αρκετά αγαπητός. Σε μια περίοδο που οι διαιτητές ήταν κομπάρσοι, ο Βολφ-Ντίτερ ήταν ένας σταρ που αντί ο κόσμος να τον αντιπαθεί, τον συμπαθούσε.

Ένας διαιτητής-διασκεδαστής. Όταν μια φορά ο Πολ Μπράιτνερ του είπε ότι σφυρίζει σαν μαλάκας, ο Άλενφέλντερ του απάντησε: “Μπράιτνερ, μήπως είσαι εσύ που παίζεις σαν μαλάκας;”, ενώ συνήθιζε να κοροϊδεύει όσους παίκτες έπεφταν κάτω και δεν σηκώνονταν. “Σήκω πάνω, δεν έχει εγκατασταθεί ακόμα η υπόγεια θέρμανση στο χορτάρι”. Ούτε ο Ότο Ρεχάγκελ γλίτωσε από τα πειράγματα, όταν σε ένα ματς διαμαρτυρόταν συνέχεια όρθιος. “Κάτσε στον κώλο σου γιατί θα φέρω κόλλα να σε κολλήσω στον πάγκο” είπε στον αγαπημένο μας Ότο. Κανείς όμως δεν του κρατούσε κακία.

Όπως συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις συμβαίνει, η ζωή τού Άλενφέλντερ άλλαξε πολύ μετά την απόσυρσή του. Ένας άνθρωπος που ζούσε για να είναι στο επίκεντρο της δημοσιότητας, είχε πλέον μόνο τον κόσμο που τον αναγνώριζε στον δρόμο. Το απολάμβανε, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Η ζωή του συνέχισε να έχει αρκετές καταχρήσεις, πήρε ακόμα περισσότερα κιλά και τελικά το 2014 πέθανε στα 70 του, αφού έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη.

Πηγή: Sombrero.gr