powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Άνω κάτω στη Βουλή για τις καταγγελίες Τσίκκινη-Φωνές για παρεμβάσεις και απειλές κατά των δημοσιογράφων

Η καταγγελία από τη Νικολέττα Τσίκκινη εναντίον μέλους της ΚΥΠ, για μήνυμα που της απέστειλε με απειλητικό ύφος προς την ίδια, μία υπόθεση που απασχόλησε έντονα το τελευταίο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα μάλιστα το μέλος να αποσπαστεί από την Υπηρεσία, αλλά και οι διαδικτυακές επιθέσεις που δέχονται οι δημοσιογράφοι, βρέθηκαν στο επίκεντρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 

Η συνεδρία διεξήχθη με αρκετή ένταση, αφού από πλευράς της Αστυνομίας δεν δόθηκαν ξεκάθαρες απαντήσεις σχετικά με τις διαδικασίες για πειθαρχικές έρευνες εναντίον μελών της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Την ίδια ώρα, υπήρξε διαφωνία μεταξύ των βουλευτών για τον τρόπο αποκάλυψης της ιδιότητας του συγκεκριμένου μέλους της ΚΥΠ. Επιπρόσθετα, παρούσα στην επιτροπή ήταν και η ίδια η κ. Τσίκκινη η οποία ξεκαθάρισε πως οι αποκαλύψεις για το μέλος της ΚΥΠ από αυτό, αφού το προφίλ της ήταν δημόσιο. 

Αναφερόμενη στην υπόθεση της κ. Τσίκκινη, η πρόεδρος της Επιτροπής, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, σημείωσε πως «όταν οι υπηρεσίες που καλούνται να υπερασπίζονται τον πολίτη, έχουν μέλος το οποίο καταχράται την εξουσία του, τότε αυτό πρέπει να ελέγχεται. Δεν γνωρίζω εάν η Αστυνομία αποφάσισε να προχωρήσει με πειθαρχική διερεύνηση του ζητήματος. Εμείς έχουμε υποχρέωση να θωρακίζουμε την ελευθερία της έκφρασης και τον πλουραλισμό».

Στη συνέχεια, η πρόεδρος κ. Χαραλαμπίδου ζήτησε απαντήσεις από την Αστυνομία σε σχέση με τις αποσπάσεις που γίνονται τόσο στην Αστυνομία όσο και στην ΚΥΠ, και ποιος φέρει την ευθύνη για τις τοποθετήσεις σε τόσο ευαίσθητες υπηρεσίες. Παράλληλα διερωτήθηκε εάν το συγκεκριμένο μέλος που αποσπάστηκε θα συνεχίσει να υπηρετεί στη Δύναμη χωρίς πειθαρχική ή ποινική έρευνα.

Ο Αστυνομικός Διευθυντής του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού, Ιωάννης Χειμώνας, κατά την τοποθέτησή του ανέφερε πως «η ΚΥΠ κάνει την έρευνά της για τα άτομα τα οποία θα μετατεθούν κοντά της. Εάν η Αστυνομία δεν εντοπίσει κάτι εις βάρος αυτών των ατόμων, δεν έχει κανένα λόγο να αρνηθεί την παραχώρησή τους».

Εξήγησε ακόμη πως «η ΚΥΠ είναι ανεξάρτητη αρχή η οποία διέπεται από ξεχωριστό νόμο. Τα μέλη της ελέγχονται διοικητικά και υπηρεσιακά από τον Διοικητή της ΚΥΠ. Σε περίπτωση πειθαρχικής παράβασης, κατά παράβαση του νόμου, των κανονισμών και των εσωτερικών διαδικασιών της ΚΥΠ, ο πειθαρχικός έλεγχος, για αυτονόητους λόγους, γίνεται από την ΚΥΠ, ενώ η Αστυνομία ενημερώνεται ως προς το πόρισμα. Εμείς δεν γνωρίζουμε τι έκανε η ΚΥΠ προς αυτή την κατεύθυνση».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Εκτός ΚΥΠ η αστυνομικός που καταγγέλθηκε για απειλές εναντίον πολίτη-Μετατέθηκε στην ΥΑΜ

Σημείωσε επίσης πως «η μετάθεση έγινε από τον Αρχηγό μετά από αίτημα της ΚΥΠ. Εάν η παράβαση αφορά κανονισμούς του νόμου Περί ΚΥΠ, τότε η έρευνα, για λόγους ασφάλειας, διεξάγεται εσωτερικά από την ΚΥΠ. Αστυνομικός ο οποίος είναι αποσπασμένος στην ΚΥΠ, κατά τον χρόνο που υπηρετεί στην Υπηρεσία, υπάγεται στον έλεγχο της ΚΥΠ».

Η τοποθέτηση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση των βουλευτών, με την κ. Χαραλαμπίδου να σχολιάζει πως «η συγκεκριμένη κοπέλα έχει πλέον φύγει από την ΚΥΠ και επέστρεψε στην Αστυνομία. Επέδειξε μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, ωστόσο μέσα στο φάκελό της δεν θα υπάρχει το περιστατικό και αύριο θα την προάξουν». Σε απάντησή του, ο κ. Χειμώνας ανέφερε πως «πιθανόν όχι. Πιθανόν να διωχθεί πειθαρχικά από την ΚΥΠ».

Σε παρέμβασή της, η βουλεύτρια του ΔΗΣΥ, Ρίτα Σούπερμαν, σημείωσε πως «δεν έχουμε μόνο παραβίαση των γενικών κανονισμών της ΚΥΠ, αλλά ευρύτερη παραβίαση όταν μιλάμε για απειλές από ένα μέλος της Αστυνομίας». Παράλληλα έθεσε το ερώτημα «εάν οποιοσδήποτε άλλος αστυνομικός προέβαινε σε ένα τέτοιο αδίκημα, δεν θα τον διώκατε; Έχουν ασυλία τα μέλη της ΚΥΠ για τέτοιου είδους αδικήματα που δεν αφορούν μόνο στα εσωτερικά της Υπηρεσίας;».

Συνεχίζοντας, ο κ. Χειμώνας τόνισε πως «σε περίπτωση που η παράβαση δεν αφορά εσωτερικούς κανονισμούς της ΚΥΠ, τότε ο Διοικητής πρέπει να ενημερώσει γραπτώς τον Αρχηγό, ώστε να ξεκινήσει η πειθαρχική διαδικασία. Ούτε τέτοια ενημέρωση λάβαμε γραπτώς. Πιθανόν να ασκείται πειθαρχική δίωξη διότι αφορά εσωτερικούς κανονισμούς της ΚΥΠ που εμείς δεν γνωρίζουμε».

Τοποθετήθηκε ο δικηγόρος της αλλά και η κ. Τσίκκινη

Παρόντες στη συνεδρία ήταν τόσο η κ. Τσίκκινη όσο και ο δικηγόρος της, Αλέκος Αργυρού, ο οποίος στην τοποθέτησή του ανέφερε πως «ακόμα δεν γνωρίζουμε σε ποια υπηρεσία έπρεπε να αποταθούμε ή ποια ήταν η αρμόδια αρχή ώστε να χειριστεί το παράπονο της πελάτισσάς μου».

Υπογράμμισε πως «έστω και αν πηγαίναμε στην Αστυνομία, θα μας έλεγαν ότι δεν πρόκειται για ποινικό αδίκημα και δεν θα μας έδιναν σημασία». Πρόσθεσε πως «όταν κάποιες πράξεις προέρχονται από λειτουργό υπηρεσίας με εξουσία και πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα και πληροφορίες, δεν αποτελούν απλή προσωπική αντιπαράθεση, αλλά σοβαρή παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και πιθανή κατάχρηση εξουσίας».

Ζήτησε όπως «διερευνηθεί πλήρως η υπόθεση σε θεσμικό επίπεδο και αποσταλεί σαφές μήνυμα ότι η πολιτεία προστατεύει το δικαίωμα κάθε πολίτη να εκφράζεται ελεύθερα, χωρίς φόβο απειλών ή εκφοβισμού από οποιονδήποτε, πολλώ δε μάλλον από όργανα της ίδιας της πολιτείας». Παράλληλα τόνισε ότι η Επιτροπή «πρέπει να διασφαλίσει ότι τέτοιες πρακτικές δεν θα επαναληφθούν, ότι οι πολίτες θα συνεχίσουν να εκφράζονται ελεύθερα χωρίς φόβο και ότι οι θεσμοί θα λειτουργούν με διαφάνεια και λογοδοσία».

Κατά την τοποθέτησή της, η κ. Νικολέττα Τσίκκινη θέλησε να ξεκαθαρίσει πως «η συζήτηση με την εν λόγω κυρία έγινε δημόσια, άρα δημόσια η ίδια αποκάλυψε το όνομά της, το επίθετό της, τη φωτογραφία της και το προφίλ της».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Καταγγελία στην Επιτροπή Ανθρωπίνων κατά μέλους της ΚΥΠ για απειλητικό σχόλιο σε ανάρτηση πολίτη-Επιστολή δικηγόρου σε Χαραλαμπίδου

Διευκρίνισε πως «στα ΜΚΔ όποιος κάνει σχόλιο είναι δημόσιο· μπορεί ο καθένας να πατήσει στο προφίλ και να δει όλες τις πληροφορίες που υπάρχουν δημοσιευμένες εκεί, όπως ήταν και η ιδιότητα της εν λόγω κυρίας η οποία δήλωνε ότι εργαζόταν στην Αστυνομία».

Παράλληλα η κ. Τσίκκινη επισήμανε πως η ίδια δεν έκανε καμία αποκάλυψη, αφού, όπως είπε, «δεν επρόκειτο για διαρροή προσωπικών μηνυμάτων ή στοιχείων, όπως εσφαλμένα άκουσα. Άρα ποιαν αποκάλυψη έκανα εγώ; Έχουμε κι εμείς δικαίωμα να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Έγινε μία συζήτηση στην οποία έδωσα χρόνο στην εν λόγω κυρία να σκεφτεί, να διαγράψει και να αποσύρει τα σχόλια, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έκανε, αφού είναι ακόμα αναρτημένα. Όταν της ζήτησα να το πράξει, μου έστειλε φιλάκι και μου είπε “κάθε πράγμα στην ώρα του”. Δηλαδή, προφανώς, είμαι πάνω στη λίστα και θα έρθει η ώρα μου».

Όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα, σημείωσε πως «όταν έχουμε να κάνουμε με την προστασία της τιμής, της υπόληψης και της ασφάλειάς μου, υπάρχουν και άλλοι νόμοι».

Στοιβάζονται οι καταγγελίες από δημοσιογράφους

Η πρόεδρος της Επιτροπής, κατά την αρχική της τοποθέτηση επισήμανε την απουσία της διοίκησης του ΡΙΚ. Παρόλο που είχαν κληθεί, δεδομένου ότι δημοσιογράφοι του Ιδρύματος τυγχάνουν στοχοποίησης στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, εντούτοις δεν παρουσιάστηκαν. Όπως σημείωσε, «είναι θλιβερό που πολλοί δεν αντιλαμβάνονται ότι οι δημοσιογράφοι του ΡΙΚ δεν μπορούν να ασκούν κριτική χωρίς να γίνονται στόχος. Υπενθυμίζω ότι όταν άκουσα δημοσιογράφο του ΡΙΚ να κάνει αναφορά σε αναρτήσεις που τον στοχοποιούσαν, μου έκανε εντύπωση. Θα ήθελα να είναι εδώ ο διευθυντής του ΡΙΚ, ώστε να ακούσουμε τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι δημοσιογράφοι του Ιδρύματος και να κατανοήσουμε καλύτερα τις συνθήκες».

Η κ. Χαραλαμπίδου τόνισε πως «σε χώρες όπου λειτούργησαν μηχανισμοί εκφοβισμού δημοσιογράφων, αυτό αποκαλέστηκε ψηφιακή εκτροπή και καταδικάστηκε τόσο από κυβερνήσεις όσο και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δυστυχώς, κάτι ανάλογο εντοπίστηκε και στην Κύπρο. Είχαμε δράσει έντονα όταν ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για τα fake news και είχαμε ζητήσει την παρέμβαση του ΟΑΣΕ. Τα ΜΜΕ στην Κύπρο, τόσο τα ηλεκτρονικά όσο και τα έντυπα, έχουν κατ’ επανάληψη ασχοληθεί με το θέμα, αποκαλύπτοντας ψεύτικους λογαριασμούς στο διαδίκτυο πίσω από τους οποίους κρυβόταν η πρόθεση εξευτελισμού δημοσιογράφων. Κάποιοι λογαριασμοί έκλεισαν, ωστόσο άλλοι άνοιξαν ξανά, αυτή τη φορά επώνυμα. Πρόκειται για μια μεθοδευμένη προσπάθεια διάβρωσης της προσωπικότητας».

Η πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκανε λόγο για τουλάχιστον πέντε καταγγελίες από γνωστούς δημοσιογράφους, οι οποίοι όπως είπε, «δεν μπορούν να δημοσιεύουν ένα ρεπορτάζ και να δέχονται στοχευμένες επιθέσεις από κάτω. Η Ένωση Συντακτών έχει περιορισμένο σχέδιο δράσης». Υπενθύμισε δε ότι «όταν βγήκα προσωπικά στο ΡΙΚ να καταγγείλω τον Βοηθό Εισαγγελέα που τελικά κατέληξε στη φυλακή, δέχθηκα επίθεση από τον ίδιο, χωρίς να βγει κανείς να με υπερασπιστεί. Ακόμα και ένας βουλευτής δεν μπορεί εύκολα να τα βάλει με το σύστημα».

Όπως πρόσθεσε, «είναι η πρώτη φορά που βιώνουμε κάτι τέτοιο, με τέτοιους λογαριασμούς. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν ρεπορτάζ με συγκεκριμένες αναφορές σε τρολ, και κάποιοι από αυτούς εργοδοτούνται έχοντας μάλιστα σχέση με το Προεδρικό. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο πρώτος διδάξας. Υπάρχουν καταγεγραμμένα με print screen όσα έστελνε πριν τις εκλογές. Για να μην υπάρχει οποιοδήποτε υπονοούμενο, ξεκαθαρίζω ότι έφερα το θέμα επειδή η κ. Τσικκίνη απέστειλε επιστολή μέσω του δικηγόρου της».

Κατά την τοποθέτησή του ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου, Γιώργος Φράγκος, ανέφερε πως «είμαι εδώ για να εκφράσω τις πάγιες και διαχρονικές θέσεις αρχών και αξιών της ΕΣΚ, οι οποίες σχετίζονται με την πεμπτουσία της δημοσιογραφικής αποστολής, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Αυτό υπηρετείται μόνο όταν οι δημοσιογράφοι λειτουργούν ως υπηρέτες των εξουσιαζόμενων και ως ελεγκτές των εξουσιαστών».

Σημείωσε ότι «χωρίς κριτική, καμία δημοκρατία δεν μπορεί να προοδεύσει, να εξελιχθεί και να νομιμοποιηθεί. Αυτό προσπαθούμε να υπερασπιστούμε κάθε φορά που επιχειρείται διάδοση, συρρίκνωση, υποβάθμιση ή αλλοίωση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και της κριτικής». Υπενθύμισε δε «την πλειάδα ανακοινώσεων της ΕΣΚ, όπως για παράδειγμα όταν σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις δημοσιογράφοι κλήθηκαν να ανακριθούν από την Αστυνομία για ρεπορτάζ που δημοσίευσαν. Τότε, ως οφείλαμε, αντιδράσαμε και καταγγείλαμε το θέμα τόσο στη διεθνή όσο και στην ευρωπαϊκή ομοσπονδία δημοσιογράφων».

Περαιτέρω, ο κ. Φράγκος τόνισε ότι «όταν απειλείται η ζωή δημοσιογράφων ή αμφισβητείται η επαγγελματική τους ακεραιότητα, επίσης επεμβαίνουμε. Δεν είναι λίγες οι φορές που δημοσιογράφοι έχουν προπηλακιστεί για ρεπορτάζ ή άρθρα τους. Η αντίσταση σε τέτοια φαινόμενα αφορά άμεσα και το θεσμικό πλαίσιο».

Παρουσιάζοντας στοιχεία, υπογράμμισε ότι «ένας στους τρεις δημοσιογράφους έχει δεχθεί παρέμβαση για ρεπορτάζ που έγραψε, είτε από πολιτικά πρόσωπα είτε από φορείς της εξουσίας, ενώ το 62% βιώνουν έντονη εργασιακή ανασφάλεια».

Εκ μέρους της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, η Αλεξία Κουντούρη σημείωσε ότι «η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί τη λυδία λίθο της δημοκρατίας. Η άσκηση κριτικής και η ελεύθερη διατύπωση απόψεων, όσο ακραίες κι αν είναι, πρέπει να γίνονται σεβαστές. Η προστασία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος αποτελεί επίσης κρίσιμο στοιχείο για τη λειτουργία της δημοκρατίας».

Την ίδια στιγμή τόνισε ότι «το ΕΔΔΑ έχει θέσει σαφή κριτήρια για το πώς γίνεται η στάθμιση ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και τα δικαιώματα τρίτων. Το κρίσιμο σημείο είναι εάν αυτό που εκφράζει το άτομο συνιστά παράνομη πράξη. Ειδικά για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπάρχει ήδη απόφαση του ΕΔΔΑ που καθορίζει τις υποχρεώσεις όσων φιλοξενούν τέτοια σχόλια».

Από πλευράς της Νομικής Υπηρεσίας, η Στάλω Παπουή επισήμανε ότι «στον περί ΚΥΠ νόμο υπάρχουν πρόνοιες και για τις προαγωγές αλλά και για τις πειθαρχικές διαδικασίες σε σχέση με τα άτομα που είναι αστυνομικοί και αποσπώνται στην Υπηρεσία. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κενό. Το ζήτημα θα πρέπει να λυθεί από το αρμόδιο όργανο στο οποίο υπάγεται ο κάθε πολίτης. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν μπορεί να παρέμβει ή να ενεργήσει σε αυτά τα ζητήματα, εκτός αν προκύψουν ποινικά θέματα και τότε να αξιολογήσει το μαρτυρικό υλικό».

Κατά την τοποθέτησή του, ο νομικός και αντιπρόεδρος της «Oxygen», Νικόλας Κυριακίδης, σημείωσε ότι «είναι παράνομη η δημοσιοποίηση της ταυτότητας ενός μέλους της ΚΥΠ και ο νόμος δεν προβλέπει ειδική εξαίρεση. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου μέλος της ΚΥΠ ή της Αστυνομίας μπορεί να προβαίνει σε αδικήματα, πειθαρχικά ή ποινικά. Τι γίνεται λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις;».

Εξήγησε ότι σε άλλες ώριμες δημοκρατίες έχουν θεσπιστεί μηχανισμοί που διασφαλίζουν αντικειμενικότητα. «Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, υπάρχει ανεξάρτητο δικαστικό σώμα που εξετάζει καταγγελίες εναντίον μελών των υπηρεσιών πληροφοριών. Στις ΗΠΑ, η Γερουσία είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο ποινικών και πειθαρχικών αδικημάτων του FBI ή της CIA».

Τόνισε πως «όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει στη δική μας δημοκρατία, πρέπει να κλείνουμε τις τρύπες ώστε να μην επαναληφθεί. Ο νόμος υπάρχει, αλλά πρέπει να δούμε πώς θα βελτιωθεί για να μην ξαναβρεθούμε σε αδιέξοδο».

Από πλευράς του Υπουργείου Εσωτερικών, η εκπρόσωπος επισήμανε ότι το ΡΙΚ βρίσκεται μεν υπό την εποπτεία του Υπουργείου, όχι όμως και υπό τον έλεγχό του. Τόνισε ότι «δεν έχουμε καμία εμπλοκή στη συντακτική του ελευθερία. Για την ελευθερία των μέσων είχαμε και έχουμε καλή επικοινωνία με τα ΜΜΕ. Αυτό που κάναμε είναι να ετοιμάσουμε νομοσχέδιο, το οποίο ήδη βρίσκεται στη Νομική Υπηρεσία και καθορίζει συγκεκριμένες αρμοδιότητες σε υπηρεσίες, καθώς και τον τρόπο εφαρμογής τους».

Επισήμανε επίσης ότι «εάν η ελευθερία των ΜΜΕ αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας, τότε πρέπει να λαμβάνονται και τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα. Το νομοσχέδιό μας θα βοηθήσει τους δημοσιογράφους. Ωστόσο, όσον αφορά τα ΜΚΔ, είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμη επαρκής έλεγχος στο ηλεκτρονικό πεδίο».

Τέλος, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανέγνωσε την τοποθέτηση του Μάριου Χαρτσιώτη, ο οποίος, αν και είχε κληθεί, δεν παρέστη. Σημείωσε ότι «το Υπουργείο σέβεται πλήρως το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης έκφρασης και κριτικής όλων των πολιτών. Τούτο κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ενώ αποτελεί θεμέλιο λίθο της ΕΕ και όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η ελευθερία της έκφρασης περιλαμβάνει την εξωτερίκευση στοχασμών, γνώμης και πεποιθήσεων με κάθε τρόπο με τον οποίο το άτομο εξατομικεύει και επικοινωνεί τις ιδέες του. Ωστόσο, η ελευθερία αυτή υπόκειται σε εξαιρέσεις και περιορισμούς όταν, κατά τη διαδικασία στάθμισης και πρακτικής εναρμόνισης, συγκρούεται με άλλο συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό».

Καταλήγοντας, υπογράμμισε ότι «ομολογουμένως η ελευθερία της έκφρασης και η άσκηση κριτικής έχει καταστεί ευκολότερη σήμερα χάρη κυρίως στη χρήση της τεχνολογίας και των σύγχρονων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, αλλά και της αλληλεπίδρασης που τα συνοδεύει».

;