Πολύ χαμηλότερες των αναγκαίων είναι οι δαπάνες για αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής κρίσης, αναφέρει σε σημείωμά του το Δημοσιονομικό Συμβούλιο Κύπρου, εν όψει της προετοιμασίας του Προϋπολογισμού 2026 και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΜΔΠ) 2026-2028.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σημειώνει ότι η Κύπρος συνεχίζει να υστερεί στην ανάπτυξη υποδομών, πολιτικών και άλλων μέσων για μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. «Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων σε δημοσιονομικό, μακροοικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, πρέπει να εμπνέουν ανησυχία», αναφέρει, σημειώνοντας, μάλιστα και ενδεχόμενο πολιτικό κίνδυνο, καθώς η Κύπρος βρίσκεται σε τροχιά μη υλοποίησης των υποχρεώσεων της έναντι της ΕΕ.
Τονίζει επίσης ότι το κόστος της μη δράσης πρέπει να θεωρείται πως θα είναι σημαντικά υψηλότερο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δημόσια οικονομικά ή/και τις αναγκαίες μελλοντικές αυξήσεις φόρων ή πολιτικά «τολμηρές» μειώσεις δαπανών.
Ως εκ τούτου, εισηγείται οι εθνικές επενδύσεις να αυξηθούν σημαντικά με στόχο, όχι απλά την πληρέστερη εκπλήρωση των υποχρεώσεων, αλλά κυρίως για την αυτοπροστασία της οικονομίας, της κοινωνίας και των δημοσίων οικονομικών.
Φυσικός κίνδυνος υψηλής ευαισθησίας και έκθεσης
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει ότι η κυπριακή οικονομία και ειδικότερα τα δημόσια οικονομικά είναι αντιμέτωπα με διαχειρίσιμους κινδύνους κλιματικής προσαρμογής και κλιματικής μετάβασης. Επιπλέον, αναφέρει ότι οι υπό διαμόρφωση προτάσεις για την εισαγωγή πράσινης φορολογίας, αναμένεται πως θα καλύψουν σημαντικό μέρος των εκτιμώμενων χρηματοδοτικών αναγκών, παρά τις αναμενόμενες, υψηλές, αυξήσεις στο κόστος των καυσίμων κίνησης και θέρμανσης.
Ωστόσο, αναφέρει ότι το ίδιο όμως δεν συμβαίνει σε σχέση με τον φυσικό κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής. «Η κυπριακή οικονομία είναι αντιμέτωπη με ένα διττό πρόβλημα, υψηλής ευαισθησίας και υψηλής έκθεσης. Είναι δηλαδή ιδιαίτερα πιθανό να αντιμετωπίσουμε παρενέργειες λόγω κλιματικής αλλαγής, και τέτοιες παρενέργειες θα έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην κοινωνία, την οικονομία, αλλά και τα δημόσια οικονομικά», αναφέρει, τονίζοντας ότι αυτό ισχύει ακόμα και κάτω από τα μετριοπαθή σενάρια κλιματικής αλλαγής.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει ότι η Κύπρος συνεχίζει, μετά από πολλά χρόνια ανεπαρκούς επένδυσης, τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, να υστερεί στην ανάπτυξη υποδομών, πολιτικών και άλλων μέσων για μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. «Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων σε δημοσιονομικό, μακροοικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, πρέπει να εμπνέουν ανησυχία», αναφέρει.
Επιδείνωση αντί επίτευξη στόχων
Σημειώνει ότι το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), «όχι μόνο στερείται φιλοδοξίας, όπως επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά τα μέτρα, πολιτικές και δράσεις που εμπεριέχει, παραμένουν πολλές φορές ασαφή, γενικόλογα και χωρίς χρονοδιαγράμματα εφαρμογής». Όπως σημειώνει, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου στόχοι και πολιτικές καταγράφονται με ακρίβεια, η πορεία υλοποίησης τους πρέπει να εμπνέει σοβαρό προβληματισμό.
Οι πιο σοβαροί κίνδυνοι που διαγράφονται από τα σχετικά μοντέλα και τις αναλύσεις, έχουν να κάνουν με το φυσικό ρίσκο στο οποίο είναι εκτεθειμένη η οικονομία και η κοινωνία. «Ωστόσο, σημειώνουμε επίσης τον πολιτικό κίνδυνο καθώς η Κύπρος βρίσκεται σε τροχιά μη υλοποίησης των υποχρεώσεων της έναντι της ΕΕ», προσθέτει.
Ταυτόχρονα, αναφέρει ότι οι αρχικές εκτιμήσεις για το κόστος του ΣΕΔΕ2 ( Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής ρύπων- δεύτερη φάση), το θέτουν γύρω στα €160 εκ. ετησίως. Το ποσό αυτό, όμως, εδράζεται στην υπόθεση εργασίας πως το ΕΣΕΚ θα υλοποιηθεί πλήρως.
«Η Κύπρος απέχει σοβαρά από ένα τέτοιο σενάριο, και το κόστος της μη δράσης πρέπει να θεωρείται πως θα είναι σημαντικά υψηλότερο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δημόσια οικονομικά ή/και τις αναγκαίες, εν τέλει, μελλοντικές αυξήσεις φόρων ή πολιτικά "τολμηρές" μειώσεις δαπανών», καταγράφει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στο σημείωμά του.
Τονίζει, επίσης, πως, όσον αφορά στην πρόοδο της χώρας προς την υλοποίηση των στόχων που εμπίπτουν στο ΕΣΕΚ και τις υποχρεώσεις μας, δεν καταγράφεται μόνο καθυστέρηση, αλλά σε πολλούς δείκτες συνεχίζεται να καταγράφεται επιδείνωση.
«Η αργή και ανεπαρκής πρόοδος αντικατοπτρίζεται ήδη στις αναλύσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ, ενώ αναλύσεις ειδικών καταλήγουν σε αντίστοιχα συμπεράσματα. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με άλλες αξιολογήσεις οι οποίες δεν αφορούν συγκεκριμένα στον κλιματικό κίνδυνο», σημειώνει.
Ενδεχομένως και πιστωτικός κίνδυνος
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σημειώνει, ακόμα, τη συνεχή τάση ανάμεσα στους οίκους αξιολόγησης να λαμβάνουν υπόψη το κλιματικό ρίσκο στις αξιολογήσεις τους, πέρα από την εισαγωγή του πλαισίου ESG (Environmental, Social, Governance) στους σχετικούς αλγόριθμους. «Η εξέλιξη μπορεί να πλήξει μελλοντικά και τις αξιολογήσεις της Κύπρου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται», προειδοποιεί το Συμβούλιο.
Ο κίνδυνος αφορά, επίσης, στο πιστωτικό ρίσκο, με τις αναλύσεις να διαβλέπουν και διάχυση των κινδύνων στα πελατολόγια των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, κάτι που θα τα υποχρεώσει να τιμολογήσουν τον κίνδυνο για σκοπούς συνετής πολιτικής και εποπτικής συμμόρφωσης, υπογραμμίζει. Ένα τέτοιο, πιθανό, ενδεχόμενο, θα θέσει σημαντικά μέρη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της κοινωνίας, εκτός αγοράς δανεισμού ή/και θα τα φέρει αντιμέτωπα με υψηλότερες τιμολογήσεις πιστώσεων (επιτόκια), με πολλαπλάσιες προεκτάσεις.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι οι αρχικές εκτιμήσεις της ΕΚΤ θέτουν το 70% του πελατολογίου των τραπεζών σε «υψηλό κίνδυνο» από την κλιματική αλλαγή, με ένα επιπλέον 25% σε μεσαίο κίνδυνο, ποσοστά που θέτουν την Κύπρο στην δεύτερη πιο επισφαλή θέση στην Ευρωζώνη. «Ενώ ο κίνδυνος μετάβασης των επιχειρήσεων είναι χαμηλός για τη χώρα μας, ο φυσικός κίνδυνος είναι ιδιαίτερα υψηλός», προσθέτει.
Επιπλέον, προειδοποιεί ότι το κόστος που προκύπτει από την κλιματική αλλαγή για να νοικοκυριά αναμένεται πως θα δημιουργήσει αυξημένες κοινωνικές ανισότητες, αλλά και σημαντικές ανάγκες για κρατικές δαπάνες με στόχο την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου, αλλά και προστασίας ενεργητικών και θέσεων εργασίας.
Επιπλέον, η ζήτηση (και το κόστος) ενέργειας, το κόστος κοινωνικής προστασίας και πρόληψης στην υγεία, καθώς και το κόστος τροφίμων εκτιμάται πως θα αυξηθούν με ρυθμούς που είναι ανάμεσα στους υψηλότερους ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ. Αναμένεται επίσης αυξημένη απώλεια αξίας ενεργητικών (πχ οικίες) για τα νοικοκυριά. Προκύπτει πως η αναμενομένη αύξηση κόστους και απώλεια ενεργητικών και εισοδημάτων για τα νοικοκυριά είναι εκ φύσεως αντιστρόφως προοδευτική, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τους κοινωνικούς δείκτες και την κοινωνική συνοχή, προσθέτει.
«Με βάση το πιο πάνω, εκτιμούμε πως η κοινωνική διάσταση μπορεί να αποτελέσει μια από τις πιο οξείες οδούς πολλαπλασιασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής», αναφέρει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Απαιτείται σημαντική αύξηση εθνικών δαπανών
Ως εκ τούτου, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εισηγείται οι εθνικές επενδύσεις να αυξηθούν σημαντικά με στόχο, όχι απλά την πληρέστερη εκπλήρωση των υποχρεώσεων στις οποίες βρισκόμαστε σε τροχιά μη-επίτευξης, αλλά κυρίως για την αυτοπροστασία της οικονομίας, της κοινωνίας, και, τελικά, των δημοσίων οικονομικών.
«Ακόμα κι αν αγνοήσουμε τις ειλημμένες υποχρεώσεις της Δημοκρατίας, οι εθνικές επενδύσεις για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής πρέπει να θεωρούνται και ως προτεραιότητα για σκοπούς αυτοπροστασίας της χώρας από τους διαφαινόμενους κινδύνους σε μακροοικονομικό, κοινωνικό και δημοσιονομικό επίπεδο», υπογραμμίζει το Συμβούλιο, σημειώνοντας ότι χρειάζεται ειδική εστίαση στις μεταφορές, τα κτήρια και την ηλεκτρική ενέργεια.
Η διαφαινόμενη μείωση των αναπτυξιακών δαπανών κατά την περίοδο 2027-2028 θα πρέπει, όχι μόνο να αποφευχθεί, αλλά η διατήρηση των αξιών θα πρέπει να εστιάσει στον μετριασμό και την αντιμετώπιση των αναδυόμενων αναγκών, συνεχίζει.
«Δυστυχώς, το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχει λειτουργήσει ως υποκατάστατο των αναπτυξιακών δαπανών της ίδιας της Δημοκρατίας, όπως συνέβη και σε άλλα ΚΜ της ΕΕ, με αποτέλεσμα να αποτελεί πλέον την βασική πηγή αναπτυξιακής δυναμικής, αντί να χρηματοδοτήσει μεταρρυθμίσεις και πολιτικές που δεν θα ήταν δυνατόν να υλοποιηθούν στην απουσία του Σχεδίου», αναφέρει.
Ως εκ τούτου, σημειώνει ότι ο Προϋπολογισμός 2026 και το ΜΔΠ 2026-2028 θα πρέπει να επαναφέρουν την επενδυτική λογική των κρατικών δαπανών, με παράλληλη διαχείριση των αυξητικών πιέσεων που ενδέχεται να ασκηθούν στον πληθωρισμό.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζει, ακόμα, ότι επείγει να τεθούν ρητά χρονοδιαγράμματα και μετρήσιμες εκτιμήσεις προόδου, σε συνδυασμό και με συνεχή παρακολούθηση της υλοποίησης των εθνικών στρατηγικών, όπου η πρόοδος παραμένει, κατά κανόνα, ανησυχητική.
Χρειάζεται, αναφέρει, να δοθεί ρητή και αυστηρή εντολή σε Υπουργεία/Υφυπουργεία/Τμήματα/Υπηρεσίες για προτεραιοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το ΕΣΕΚ χωρίς άλλες καθυστερήσεις, και καλύτερο συντονισμό ενεργειών. Η συγκεκριμένη πρόθεση πρέπει να αντικατοπτρίζεται στον Προϋπολογισμό και ΜΔΠ, διατηρώντας πάντα τις οροφές που έθεσε το Υπουργείο Οικονομικών.
«Θεωρούμε πως η εστίαση των δαπανών της Δημοκρατίας στον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δαπάνη, αλλά ως επένδυση για το μέλλον. Η δημοσιονομική δυνατότητα προς εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου σκοπού αποτελεί κλειδί και ως εκ τούτου επαναλαμβάνουμε και τονίζουμε την ανάγκη για συγκράτηση των ανελαστικών δαπανών», επισημαίνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Σε κάθε περίπτωση, αναφέρει ότι διακρίνει αυξημένο κίνδυνο, τόσο στον ορίζοντα μέχρι το 2035, όσο και στον ορίζοντα μέχρι το 2050 και επαναλαμβάνει πως η εξασφάλιση των αναγκαίων υποδομών και δυνατοτήτων της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό και με τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων, πρέπει να θεωρείται πως έχουν ήδη καθυστερήσει.
Κάνει επίσης αναφορά σε αναλύσεις του Ινστιτούτου Κύπρου, με βάση τις οποίες το κόστος για μέτρα είναι διαχειρίσιμο για την οικονομία, και πως, σε κάθε περίπτωση, το κόστος της αδράνειας θα είναι πολλαπλάσιο του κόστους αντιμετώπισης των κινδύνων. Τονίζει, επίσης, το εύρημα του Ινστιτούτου, ότι οι εντός προϋπολογισμού δαπάνες αυτή τη στιγμή είναι πολύ χαμηλότερες των αναγκαίων.
Πηγή: ΚΥΠΕ