powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Το τέρας που βίαζε, βασάνιζε και σκότωνε κοριτσάκια για χρόνια και η τρομακτική ανεπάρκεια των βελγικών Αρχών

Σαν σήμερα, στις 22 Αυγούστου 1996, αποκαλύφθηκε στο Βέλγιο μια υπόθεση φρίκης: ο εντοπισμός θυμάτων ενός οργανωμένου κυκλώματος παιδεραστών με επικεφαλής τον Μαρκ Ντιτρού.   

Ο Ντιτρού – ένας πρώην ηλεκτρολόγος – είχε απαγάγει και κακοποιήσει σεξουαλικά συνολικά έξι ανήλικα κορίτσια (ηλικίας 8 έως 19 ετών) στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Βιντεοσκοπούσε τους βιασμούς τους και διέπραξε δολοφονίες με πρωτοφανή αγριότητα: έθαψε δύο από τα παιδιά ζωντανά, ενώ άφησε άλλα τέσσερα φυλακισμένα σε ένα υπόγειο κελί στο σπίτι του.

Κατά τη διάρκεια που εκείνος εξέτιε μια σύντομη ποινή φυλάκισης για κλοπή, δύο από τα φυλακισμένα κορίτσια πέθαναν από ασιτία, αφού η σύζυγός του (Μισέλ Μαρτέν) δεν τους έδινε τροφή όπως της είχε ζητήσει. Η αποκάλυψη αυτών των εγκλημάτων συγκλόνισε τη βελγική κοινωνία και ολόκληρο τον κόσμο, φέρνοντας στο φως την αδιαφορία και ανικανότητα των αρχών, αλλά και υπόνοιες για εμπλοκή υψηλά ιστάμενων προσώπων σε ένα ευρύτερο δίκτυο παιδεραστίας.

Πρότερο ιστορικό και πρώτες καταδίκες (1986–1991)

Ο Μαρκ Ντιτρού δεν ήταν άγνωστος στις αρχές προτού διαπράξει τα ειδεχθή εγκλήματα της δεκαετίας του ’90. Ήδη τον Φεβρουάριο του 1986 είχε καταδικαστεί σε 13ετή κάθειρξη (μαζί με τη σύζυγό του Μισέλ Μαρτέν) για την απαγωγή και το βιασμό πέντε ανηλίκων κοριτσιών. Ωστόσο, εξέτισε μόλις τρία χρόνια φυλακή προτού αφεθεί ελεύθερος υπό όρους το 1989. Η πρόωρη αποφυλάκισή του – που εγκρίθηκε από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Μελχιόρ Βατελέ – αργότερα επικρίθηκε σφοδρά, καθώς θεωρείται ότι του επέτρεψε να συνεχίσει ανενόχλητος τη δράση του.

Πράγματι, μόλις δύο χρόνια μετά την αποφυλάκιση του Ντιτρού, άρχισαν μυστηριωδώς να εξαφανίζονται νεαρά κορίτσια σε περιοχές όπου εκείνος διατηρούσε κατοικίες. Αυτές οι εξαφανίσεις θα παρέμεναν ανεξιχνίαστες μέχρι το 1996, οπότε και συνδέθηκαν τελικά με τον «τέρας του Βελγίου», όπως αποκαλείται πλέον ο Ντιτρού.

Απαγωγές και εγκλήματα (1995–1996)

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Ντιτρού, πολλές φορές με συνεργούς, εξέλισσε το σατανικό του σχέδιο εντοπίζοντας κορίτσια που κινούνταν ασυνόδευτα και αρπάζοντάς τα με ένα λευκό βαν. Ακολουθεί ένα σύντομο χρονικό των βασικών εγκλημάτων του:

• 24 Ιουνίου 1995: Εξαφανίζονται οι 8χρονες Ζιλί Λεζέ (Julie Lejeune) και Μελίσα Ρούσο (Mélissa Russo), οι οποίες απήχθησαν ενώ έπαιζαν κοντά στο σπίτι τους.

• 23 Αυγούστου 1995: Η 17χρονη Αν Μάρσαλ (An Marchal) και η 19χρονη Έφγε Λάμπρεκς (Eefje Lambrecks) εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια διακοπών τους.

• 28 Μαΐου 1996: Απαγάγεται η 12χρονη Σαμπίν Νταρντέν (Sabine Dardenne) ενώ επέστρεφε στο σπίτι με το ποδήλατό της.

• 9 Αυγούστου 1996: Το τελευταίο γνωστό θύμα, η 14χρονη Λετισιά Ντελέζ (Laetitia Delhez), απάγεται βράδυ από δημόσιο κολυμβητήριο στην περιοχή της.

Τα θύματα οδηγούνταν στο σπίτι του Ντιτρού, όπου εκείνος είχε κατασκευάσει ένα ηχομονωμένο υπόγειο μπουντρούμι. Εκεί κρατούσε φυλακισμένες τις κοπέλες, τις κακοποιούσε συστηματικά (πολλές φορές καταγράφοντας τις πράξεις του) και τις κρατούσε σε άθλιες συνθήκες χωρίς επαρκή τροφή και νερό. Από τις έξι ανήλικες, μόνο δύο θα επιζήσουν από τα βασανιστήρια του Ντιτρού – οι υπόλοιπες τέσσερις θα βρουν τραγικό θάνατο. 

5251115520761294 image

Σύλληψη και διάσωση των επιζώντων

Η σύλληψη του Μαρκ Ντιτρού επετεύχθη τον Αύγουστο του 1996 χάρη σε μια σημαντική μαρτυρία. Μετά την απαγωγή της 14χρονης Λετισιά, ένας αυτόπτης μάρτυρας πρόσεξε και κατέγραψε τον αριθμό κυκλοφορίας του λευκού βαν του δράστη, ενημερώνοντας άμεσα την αστυνομία. Αυτό το στοιχείο οδήγησε τις αρχές στον εντοπισμό του Ντιτρού και στις 13 Αυγούστου 1996 συνελήφθη ο ίδιος, η σύζυγός του Μισέλ Μαρτέν και ο συνεργός του Μισέλ Λελιέβρ.

Λίγες ημέρες μετά, ο Ντιτρού άρχισε να ομολογεί. Στις 15–16 Αυγούστου 1996, υπέδειξε στους αστυνομικούς το κρυφό υπόγειο κελί στο σπίτι του στο Σαρλερουά, όπου βρέθηκαν ζωντανές η 12χρονη Σαμπίν και η 14χρονη Λετισιά – σώες αλλά τραυματισμένες σωματικά και ψυχικά. Η διάσωση αυτών των δύο κοριτσιών, μετά από μήνες αιχμαλωσίας, ήταν ένα από τα ελάχιστα θετικά γεγονότα σε μια υπόθεση ανείπωτης φρίκης.

Ακολούθησαν ανατριχιαστικές ανακαλύψεις: ο Ντιτρού παραδέχτηκε την ύπαρξη και άλλων θυμάτων και συνεργάστηκε υποδεικνύοντας σημεία όπου είχε θάψει ανθρώπινα λείψανα. Μέσα στον Αύγουστο του 1996 οι αρχές ξεθάβουν τις σορούς των τεσσάρων αγνοούμενων κοριτσιών: της Ζιλί, της Μελίσα, της Αν και της Έφγε, οι οποίες βρέθηκαν θαμμένες είτε στην αυλή του σπιτιού του Ντιτρού είτε σε άλλη ιδιοκτησία του. Τα δύο 8χρονα κορίτσια (Ζιλί και Μελίσα) είχαν πεθάνει από ασιτία ενώ ήταν κλειδωμένα στο υπόγειο, κατά το διάστημα που ο Ντιτρού εξέτιε μια ποινή φυλάκισης μερικών μηνών για άλλο αδίκημα. Οι δύο νεαρές (Αν και Έφγε) είχαν δολοφονηθεί και θαφτεί, πιθανότατα αφού νωρίτερα νάρκωσε ή/και βασάνισε ο ίδιος ή συνεργοί του. Μαζί με τα κορίτσια, βρέθηκε θαμμένο και το πτώμα του Μπερνάρ Ουενστίν (Bernard Weinstein), ενός εκ των συνεργών του Ντιτρού, τον οποίο ο ίδιος ο Ντιτρού είχε δολοφονήσει εν τω μεταξύ για να μη συλληφθεί.  

5251115775623635 image

Αντιδράσεις, οργή της κοινής γνώμης και έρευνα

Η υπόθεση Ντιτρού προκάλεσε πρωτοφανή οργή στη βελγική κοινωνία, η οποία γρήγορα στράφηκε και εναντίον των αρχών. Καθώς οι φρικιαστικές λεπτομέρειες έγιναν γνωστές, αποκαλύφθηκε ότι η αστυνομία είχε διαπράξει σοβαρά σφάλματα και παραλείψεις στην έρευνα. Για παράδειγμα, παρότι ο Ντιτρού ήταν γνωστός παιδόφιλος υπό επιτήρηση και θεωρήθηκε ύποπτος μετά την εξαφάνιση της Ζιλί και της Μελίσα, οι αρχές δεν έκαναν έρευνα στο σπίτι του επί 5 ολόκληρους μήνες. Όταν τελικά ερεύνησαν την κατοικία του τον Δεκέμβριο του 1995, άκουσαν παιδικές φωνές από το κελάρι αλλά δεν μπήκαν στον κόπο να ψάξουν την πηγή των φωνών – έτσι τα δύο 8χρονα κορίτσια παρέμειναν εγκλωβισμένα και πεινασμένα, ζωντανά εκείνη την στιγμή, αλλά αγνοημένα από τους αστυνομικούς. Οι συγκλονιστικές αυτές αποκαλύψεις ανικανότητας (ή και αδιαφορίας) τροφοδότησαν τη λαϊκή οργή.

Το κύμα αγανάκτησης κορυφώθηκε το φθινόπωρο του 1996. Όταν η κυβέρνηση απέπεμψε τον δημοφιλή ανακριτή Ζαν-Μαρσέλ Κοννερότ (Jean-Marc Connerotte) από την υπόθεση – ο οποίος θεωρείτο ήρωας επειδή συνέλαβε τον Ντιτρού και διέσωσε τα δύο κορίτσια – μισό εκατομμύριο Βέλγοι ξεχύθηκαν στους δρόμους σε απεργίες και πορείες. Στις 20 Οκτωβρίου 1996, σε μια πρωτοφανή για τα χρονικά συγκέντρωση γνωστή ως «Λευκή Πορεία» (Marche Blanche), περίπου 300.000 διαδηλωτές ντυμένοι στα λευκά περπάτησαν σιωπηλά στις Βρυξέλλες κρατώντας λευκά λουλούδια και μπαλόνια.

Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση στη βελγική ιστορία – μια ειρηνική έκρηξη πένθους και διαμαρτυρίας εκ μέρους ενός έθνους σοκαρισμένου από τα εγκλήματα αλλά και εξοργισμένου με τους θεσμούς που απέτυχαν να προστατεύσουν τα παιδιά. Το σύνθημα πολλών διαδηλωτών ήταν “Stop the cover-up” (σταμάτημα στην συγκάλυψη), αντανακλώντας την πεποίθηση ότι υπήρξε προσπάθεια κουκουλώματος.

Πράγματι, πολλοί πίστεψαν ότι ο Ντιτρού δεν έδρασε μόνος. Κατά την έρευνα αλλά και στη δίκη αργότερα, προέκυψαν ενδείξεις ότι ίσως υπήρχε ευρύτερο κύκλωμα παιδεραστίας με ισχυρούς εμπλεκόμενους. Ο ίδιος ο Ντιτρού ισχυρίστηκε ότι προμήθευε κορίτσια σε κύκλωμα και κατονόμασε ως εγκέφαλο τον συγκατηγορούμενό του, επιχειρηματία Μισέλ Νιουλ (Michel Nihoul). Ο Νιουλ καταδικάστηκε για μικρότερες κατηγορίες (ουσιαστικά μόνο για διακίνηση ναρκωτικών), ωστόσο φέρεται να δήλωσε προκλητικά: «έχω πληροφορίες για σημαντικά πρόσωπα που θα ρίξουν την κυβέρνηση».

Οι γονείς των θυμάτων και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης πείστηκαν ότι υπήρχε συγκάλυψη ενός μεγαλύτερου δικτύου παιδόφιλων, στο οποίο πιθανώς συμμετείχαν και στελέχη της αστυνομίας ή της ελίτ της χώρας. Παρά τις φήμες αυτές, οι επίσημες έρευνες δεν απέδειξαν εμπλοκή υψηλά ιστάμενων, αποδίδοντας τα κενά της υπόθεσης κυρίως σε ανεπάρκεια, διαφθορά και γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες των αρχών.

Οι πολιτικές συνέπειες υπήρξαν άμεσες: Μετά την απόδραση για λίγες ώρες του Ντιτρού το 1998 (πράξη που αύξησε τον πανικό) και γενικά το χάος στην υπόθεση, παραιτήθηκαν ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Υπουργός Εσωτερικών και ο αρχηγός της αστυνομίας εκείνη την περίοδο. Μακροπρόθεσμα, η υπόθεση Ντιτρού οδήγησε σε σαρωτικές μεταρρυθμίσεις στο Βέλγιο.

Η λαϊκή πίεση της «Λευκής Πορείας» συνέβαλε στη συνολική αναδιοργάνωση των σωμάτων επιβολής του νόμου: η ανεξάρτητη χωροφυλακή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα ενιαίο διπλό αστυνομικό σύστημα (ομοσπονδιακή και τοπική αστυνομία) για καλύτερο συντονισμό. Επίσης, δημιουργήθηκαν νέοι θεσμοί όπως το Ομοσπονδιακό Γραφείο Εισαγγελέα για μεγάλες υποθέσεις, καθώς και το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών για εποπτεία στις αποφυλακίσεις.

Τέλος, ιδρύθηκε το Ίδρυμα για Εξαφανισμένα και Κακοποιημένα Παιδιά (γνωστό ως Child Focus), ένας οργανισμός αφιερωμένος στον εντοπισμό εξαφανισμένων παιδιών και την προστασία ανηλίκων, ως άμεση απόκριση στην τραγωδία.

Δίκη και καταδίκες των ενόχων

Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης ήταν μακρά (ογκωδέστατη δικογραφία 400.000 σελίδων) και η δίκη του Μαρκ Ντιτρού ξεκίνησε τελικά το 2004, σχεδόν 8 χρόνια μετά τη σύλληψή του. Το ενδιαφέρον των ΜΜΕ ήταν τεράστιο και οι κατηγορούμενοι (ο Ντιτρού, η Μισέλ Μαρτέν, ο Μισέλ Λελιέβρ και ο Μισέλ Νιουλ) κάθισαν σε ένα ειδικό αλεξίσφαιρο γυάλινο κλουβί στη δικαστική αίθουσα, για την ασφάλειά τους. 

5251116071551610 image

 Μετά από μήνες ακροαματικής διαδικασίας γεμάτης συγκλονιστικές μαρτυρίες, το καλοκαίρι του 2004 εκδόθηκε η ετυμηγορία:

• Μαρκ Ντιτρού: Κρίθηκε ένοχος για απαγωγή και βιασμό έξι κοριτσιών καθώς και για τον θάνατο τεσσάρων εξ αυτών (δύο δολοφονίες και δύο θύματα που πέθαναν από ασιτία). Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, χωρίς προοπτική αποφυλάκισης για τουλάχιστον 30 χρόνια, καθώς και 10 επιπλέον έτη κράτησης στη διάθεση των αρχών. Στο δικαστήριο, ψυχίατροι τον περιέγραψαν ως «αληθινό ψυχοπαθή» και «διαστροφικό ναρκισσιστή».

• Μισέλ Μαρτέν: Η τότε σύζυγος του Ντιτρού και συνεργός του, κρίθηκε ένοχη ως συμμέτοχη στις απαγωγές και για τον ρόλο της στον θάνατο των δύο 8χρονων κοριτσιών (διότι άφησε τη Ζιλί και τη Μελίσα να λιμοκτονήσουν αντί να τις ταΐζει). Καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση.

• Μισέλ Λελιέβρ: Ο φίλος και «άνθρωπος για όλες τις δουλειές» του Ντιτρού, κρίθηκε ένοχος ότι βοήθησε ενεργά στις απαγωγές τεσσάρων κοριτσιών (των Αν, Έφγε, Σαμπίν και Λετισιά). Καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη.

• Μισέλ Νιουλ: Ο Βέλγος επιχειρηματίας που κατηγορήθηκε ως πιθανός συνεργός/εγκέφαλος κυκλώματος, αθωώθηκε από τις κύριες κατηγορίες διακίνησης ανηλίκων. Του επιβλήθηκε μόνο 5ετής φυλάκιση για πλημμεληματικές κατηγορίες (σχετικές με διακίνηση ναρκωτικών), λόγω έλλειψης επαρκών αποδείξεων σύνδεσής του με τις απαγωγές.

Η έκβαση της δίκης άφησε πολλούς με ένα αίσθημα μερικής δικαίωσης αλλά και ανικανοποίητου. Από τη μία, ο κύριος δράστης τιμωρήθηκε με την ανώτατη των ποινών και τέθηκε οριστικά στο περιθώριο. Από την άλλη, δεν αποκαλύφθηκε ποτέ πλήρως αν υπήρχε «ψηλότερα» δίκτυο. Παρά τις καταγγελίες και υποψίες, το δικαστήριο δεν τεκμηρίωσε συμμετοχή άλλων ισχυρών προσώπων. Ωστόσο, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής επιτροπής που εξέτασε την υπόθεση, Μαρκ Βερβιλγκέν (Marc Verwilghen), επέκρινε δριμύτατα κάθε πτυχή της έρευνας και των θεσμών που απέτυχαν, δηλώνοντας ότι είτε υπήρξε συγκάλυψη είτε τουλάχιστον «απίστευτη ανικανότητα, διαφθορά και ανεπάρκεια» εκ μέρους των αρχών.

Συνεργοί, αποφυλακίσεις και η σημερινή κατάσταση

Με τα χρόνια, οι συνεργοί του Ντιτρού ήρθαν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο αποφυλάκισης, γεγονός που κάθε φορά προκαλούσε νέες αντιδράσεις στη βελγική κοινωνία. Η Μισέλ Μαρτέν αποφυλακίστηκε υπό όρους το 2012, αφού εξέτισε 16 χρόνια (περίπου το 1/2) της ποινής της, γεγονός που προκάλεσε διαδηλώσεις και σάλο στο Βέλγιο. Της επετράπη να διαμείνει σε μοναστήρι υπό περιορισμούς, μια απόφαση που πολλοί θεώρησαν πρόωρη και προσβλητική προς τις οικογένειες των θυμάτων.

Ο Μισέλ Λελιέβρ αφέθηκε επίσης ελεύθερος υπό όρους τον Δεκέμβριο του 2019, έχοντας εκτίσει 23 χρόνια από την 25ετή ποινή του. Σύμφωνα με την απόφαση, η αποφυλάκισή του συνοδεύτηκε από αυστηρούς όρους (εύρεση κατοικίας, πρόγραμμα επανένταξης, εργασία για αποζημίωση των θυμάτων κ.ά.), καθώς και την υποχρέωση να βρίσκεται υπό επιτήρηση. Η αποφυλάκιση αυτή έγινε δεκτή με δυσαρέσκεια από μέρος της κοινής γνώμης και είχε διαφωνήσει και η εισαγγελία των Βρυξελλών, όμως προχώρησε λόγω της νομικής εκπλήρωσης των προϋποθέσεων.

Ο Μαρκ Ντιτρού παραμένει μέχρι σήμερα φυλακισμένος. Έχει υποβάλει αίτημα για πρόωρη αποφυλάκιση τουλάχιστον δύο φορές και στις δύο περιπτώσεις συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις και απορρίφθηκε. Η πρώτη σοβαρή απόπειρα έγινε το 2013, όταν οι δικηγόροι του αιτήθηκαν την αποφυλάκισή του έχοντας συμπληρώσει 16 έτη εγκλεισμού – εν μέσω τότε διαδηλώσεων διαμαρτυρίας.

Η πιο πρόσφατη απόπειρα ήταν το 2019, οπότε και δικαστήριο διέταξε να διεξαχθεί νέα ψυχιατρική αξιολόγηση του Ντιτρού, ανοίγοντας θεωρητικά ένα παράθυρο πιθανής αίτησης για υπό όρους αποφυλάκιση το 2021 (μετά από 25 χρόνια κάθειρξης). Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε νέο γύρο οργής: στις 20 Οκτωβρίου 2019 εκατοντάδες Βέλγοι πραγματοποίησαν τη λεγόμενη «Μαύρη Πορεία» (Marche Noire) στις Βρυξέλλες, διαδηλώνοντας κατά της προοπτικής αποφυλάκισης του διαβόητου παιδοκτόνου.

Τελικά, το 2020 η πολυαναμενόμενη ψυχιατρική έκθεση κατέληξε ότι ο Ντιτρού παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνος για την κοινωνία: χαρακτηρίστηκε ως σαδιστικός ψυχοπαθής χωρίς ίχνος μεταμέλειας, με «μέγιστο κίνδυνο υποτροπής». Ως αποτέλεσμα, οι δικηγόροι του εγκατέλειψαν το αίτημα αποφυλάκισης, αναγνωρίζοντας ότι με τέτοιο πόρισμα δεν υπάρχει περίπτωση να του δοθεί ποτέ όρος. Μέχρι σήμερα (2025) ο Μαρκ Ντιτρού παραμένει κρατούμενος σε φυλακή υψίστης ασφαλείας του Βελγίου.

Η υπόθεση Ντιτρού δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε ως «το χειρότερο που συνέβη στο Βέλγιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Οι πληγές που άφησε στην κοινωνία είναι ακόμη νωπές: έφερε αλλαγές στον τρόπο που το κράτος αντιμετωπίζει εγκλήματα κατά παιδιών, αλλά και τραύμα και δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Ενδεικτικό του κλίματος είναι ότι εκατοντάδες Βέλγοι που έφεραν το επώνυμο “Ντιτρού” έσπευσαν να το αλλάξουν από ντροπή μεταξύ 1996 και 1998. Η υπόθεση συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς για την παιδική προστασία και την απονομή δικαιοσύνης.

Ο ίδιος ο Μαρκ Ντιτρού, από το κελί του, φέρεται ειρωνικά να έχει αποκτήσει ένα νέο «χόμπι»: δηλώνει ότι περνά τον χρόνο του μελετώντας ανεξιχνίαστες υποθέσεις του παρελθόντος, σε έναν διεστραμμένο ισχυρισμό «συνδρομής» στην επίλυση εγκλημάτων. Όμως για τα ανείπωτα εγκλήματά του εις βάρος ανηλίκων – που σόκαραν και κινητοποίησαν ένα ολόκληρο έθνος – δεν θα υπάρξει ποτέ λήθη ή συγχώρεση. Η κοινωνία και κυρίως οι οικογένειες των θυμάτων παραμένουν σε επαγρύπνηση ώστε ο «τέρας του Βελγίου» να μη γευτεί ποτέ ξανά την ελευθερία.

Πηγή: Πρώτο Θέμα

;